λυχνία

λυχνία
λυχνία, ας, ἡ (Hero Alex. I p. 264, 20; Plut., Dio 961 [9, 2]; Ps.-Lucian, Asin. 40; Artem. 1, 74; ins; pap since PEleph 5, 7 [284/283 B.C.]; LXX, TestAbr; TestJob 32:9; Philo; Joseph. [s. λύχνος, beg.]; Just., A I, 26, 7 λυχνίας … ἀνατροπήν; s. Phryn. p. 313f Lob.) lampstand upon which lamps were placed or hung (s. λύχνος, beg.); not a candlestick. τιθέναι ἐπὶ τὴν λ. (ἐπὶ λυχνίας) put on the (lamp)stand (TestAbr B 5 p. 109, 19 [Stone p. 66]) Mt 5:15; Mk 4:21; Lk 8:16; 11:33. Of the seven-branched lampstand (Ex 25:31ff; Jos., Ant. 14, 72) Hb 9:2. In Rv the seven churches of Asia appear as seven lampstands Rv 1:12f, 20ab; 2:1. Cp. κινήσω τὴν λ. σου ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς I will remove your lampstand from its place, i.e. remove you fr. the circle of the churches 2:5. Rv also likens the two witnesses of Christ to two lampstands 11:4 (cp. Zech 4:11).—DELG s.v. λύω. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λυχνία — λυχνίᾱ , λυχνία lampstand fem nom/voc/acc dual λυχνίᾱ , λυχνία lampstand fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λυχνίᾱ , λυχνίας masc nom/voc/acc dual λυχνίας masc voc sg λυχνίᾱ , λυχνίας masc voc sg (attic) λυχνίᾱ , λυχνίας masc gen sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυχνίᾳ — λυχνίᾱͅ , λυχνία lampstand fem dat sg (attic doric aeolic) λυχνίαι , λυχνίας masc nom/voc pl λυχνίᾱͅ , λυχνίας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυχνία — η (AM λυχνία) [λύχνος] νεοελλ. κάθε συσκευή που παράγει φως με καύση ρευστών υλών ή αερίων ή με ηλεκτρικό ρεύμα μσν. λύχνος, λυχνάρι μσν. αρχ. λυχνοστάτης …   Dictionary of Greek

  • λυχνία — η συσκευή που δίνει φως και λειτουργεί με λάδι, πετρέλαιο, ηλεκτρικό ρεύμα ή άλλα μέσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λύχνια — λύχνιον lamp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκκένωσης αερίου, λυχνία — Ηλεκτρονική λυχνία στην οποία η παρουσία μορίων αερίου επηρεάζει σημαντικά τα χαρακτηριστικά της λυχνίας. Κανονικά ένα αέριο δεν είναι καλός αγωγός του ηλεκτρισμού· αν εφαρμοστεί όμως σε αυτό ένα αρκετά ισχυρό ηλεκτρικό πεδίο, δημιουργείται… …   Dictionary of Greek

  • θερμιονική λυχνία — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται ηλεκτρονικές διατάξεις που χρησιμοποιούνται ως ανορθώτριες, φωράτριες, ταλαντώτριες και ενισχύτριες ηλεκτρικών ρευμάτων. Η λειτουργία της θ.λ. βασίζεται στο θερμιονικό φαινόμενο (βλ. λ. θερμοηλεκτρονικό ή… …   Dictionary of Greek

  • επτάφωτη λυχνία — Βιβλικός όρος. Λυχνία που άναβε μπροστά στη σκηνή του μαρτυρίου των ιουδαϊκών ναών. Είναι γνωστή στα εβραϊκά ως μενόρα. Η ε.λ. του ναού των Ιεροσολύμων ήταν κατασκευασμένη από καθαρό χρυσό. Στον κορμό της προέβαλλαν τρία κλαδιά του ίδιου ύψους με …   Dictionary of Greek

  • λυχνίας — λυχνίᾱς , λυχνία lampstand fem acc pl λυχνίᾱς , λυχνία lampstand fem gen sg (attic doric aeolic) λυχνίᾱς , λυχνίας masc acc pl λυχνίᾱς , λυχνίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυχνίαι — λυχνίᾱͅ , λυχνία lampstand fem dat sg (attic doric aeolic) λυχνίας masc nom/voc pl λυχνίᾱͅ , λυχνίας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυχνίαν — λυχνίᾱν , λυχνία lampstand fem acc sg (attic doric aeolic) λυχνίᾱν , λυχνίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) λυχνίας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”